- ἄλλοφος
- ἄλλοφοςwithout a crestmasc/fem nom sg (epic)ἄλοφοςmasc/fem nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλλόφως — ἄλλοφος without a crest adverbial (epic) ἄλλοφος without a crest masc/fem acc pl (epic doric) ἄλοφος adverbial (epic) ἄλοφος masc/fem acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλοφον — ἄλλοφος without a crest masc/fem acc sg (epic) ἄλλοφος without a crest neut nom/voc/acc sg (epic) ἄλοφος masc/fem acc sg (epic) ἄλοφος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek